σκολιῶς

σκολιῶς
σκολιός
curved
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζαβός — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Ιθάκη. 1. Βασίλειος. Διετέλεσε βουλευτής της Ιονίου πολιτείας. Σπούδασε στην Ιταλία ιατρική, μαθηματικά και φιλοσοφία και αργότερα επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου ασχολήθηκε με την πολιτική.… …   Dictionary of Greek

  • σκoλιός — ά, ό / σκολιός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που παρουσιάζει στρέβλωση στο σχήμα του, κεκαμμένος, διάστροφος, κυρτός, λοξός («πρῶτα μὲν σκολιῷ σιδήρῳ ἐξάγουσι τὸν ἐγκέφαλον», Ηρόδ.) 2. (για ατραπούς, οδούς ή ποταμούς) αυτός που βαίνει ελικοειδώς,… …   Dictionary of Greek

  • ԿԱՄԱԿՈՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 1040 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c գ. στρεβλότης, σκολιότης perversitas, tortuositas, obliquitas. իսկ Կամակորութեամբ, σκολιῶς perverse. Ծամածռութիւն. խեղաթիւրութիւն. խոտորնակութիւն. (որ վրիպակաւ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”